- μαχαιρίου
- μαχαίριονsurgeon'sneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… … Dictionary of Greek
ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
ίσθμιος — α, ο (Α ἴσθμιος, ία, ιον, θηλ. και ίσθμιος [ισθμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό τής Κορίνθου, ισθμικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά) αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό τής Κορίνθου 2. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
αθήρ — Όρος της βοτανικής που σημαίνει την προέκταση των ειδικών παρανθίων ή λεπύρων των αγρωστωδών, το άγανο (η βελονωτή απόφυση) του σταχυού. Η λέξη α. χρησημοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος κάθε πράγματος,… … Dictionary of Greek
αποστομίζω — ἀποστομίζω (AM) αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει αρχ. αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου … Dictionary of Greek
απόξυρος — ἀπόξυρος, ον (Α) απότομος, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»] … Dictionary of Greek
γλύφανο — το (Α γλύφανος, ο) [γλύφω] εργαλείο με το οποίο ο γλύπτης λαξεύει μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. αρχ. είδος μαχαιριού, σουγιάς … Dictionary of Greek
δωρίς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο της με τον Νηρέα απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, οι οποίες ονομάζονταν και Δωρίδες. II Ονομασία δύο περιοχών κατά την αρχαιότητα. 1. Μικρή… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek